Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Χάλογουιν (The scarecrow)

 



-Ειλικρινά Τζέικ νομίζω έχουμε χαθεί εντελώς, είπε ήρεμα η κοπέλα σκουπίζοντας με το μάλλινο μανίκι της το ιδρωμένο τζάμι για να δει έξω.
Το βλέμμα της πλανήθηκε στον σκοτεινό δρόμο και από εκεί στο πυκνό δάσος που απλωνόταν από το πλάι του δρόμου και για ενδεχομένως χιλιόμετρα μακριά. Αναστέναξε και γύρισε να κοιτάξει τον άντρα της ο οποίος είχε ακουμπήσει απελπισμένα το κεφάλι του στο τιμόνι.
Πνίγοντας ένα γέλιο άπλωσε το χέρι της και του έτριψε τον αυχένα. 
Εκείνος μούγκρισε παραιτημένος και σήκωσε το κεφάλι του για  να την κοιτάξει στα μάτια.

-Ειλικρινά Κέιτι νομίζω έχουμε χαθεί εντελώς, επανέλαβε τα λόγια της δήθεν μουτρωμένα αλλά τα μάτια του γελούσαν. Εκείνη τον χτύπησε στο γόνατο χαμογελώντας στην σκέψη πως ακόμα και τέτοιες στιγμές έβρισκε το κέφι για χιούμορ.

-Μην με κοροϊδεύεις. Δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου για ταξίδι του μέλιτος...

-Ναι ούτε κ εγώ… απάντησε κ εκείνος λίγο πιο σοβαρά αυτή τη φορά και προσπάθησε με τους υαλοκαθαριστήρες να ανοίξει λίγο το οπτικό τους πεδίο...

Κοίταξε έξω το ζοφερό σκοτάδι σκεπτικός και απρόσμενα στο μυαλό του ήρθε η φωνή της γιαγιάς του...

«Ποτέ να μην ταξιδεύεις ανήμερα του Χαλογουιν αγόρι μου. Είναι η νύχτα με τις μάσκες. Η νύχτα των πνευμάτων. Η νύχτα που η κόλαση ανοίγει και οι δαίμονές βγαίνουν για ένα και μόνο ξεφάντωμα στη γη. Μακριά από δάση και λίμνες εκεί στην υγρασία νιώθουν άνετα…»

Ανατριχιάζοντας προσπάθησε να βρει σήμα στο κινητό του αλλά μάταια. Κοίταξε την όμορφη γυναίκα του δίπλα του, έσκυψε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη.

-Μείνε εδώ θα μπω στο δασάκι μήπως βρω κάποιο σπιτάκι να ζητήσω βοήθεια, της είπε καθησυχαστικά ενώ έβλεπε ήδη την αντίρρηση στα μάτια της.

-Θα έρθω μαζί απάντησε πεισματάρικα εκείνη κοιτώντας τον ανυποχώρητα.

-Κέιτι έχει παγωνιά και υγρασία και φοβάσαι τα δάση και το Χαλογουιν. Μέσα στο αμάξι θα είσαι πιο ζεστά και πιο ασφαλής.

-Θα έρθω μαζί σου. Δεν θα αφήσω τίποτα να σε σκοτώσει. Σε παντρεύτηκα για να έχω την τιμή να σε σκοτώσω εγώ αν χρειαστεί.

Ξεφύσηξε με την πεισματάρα γυναίκα του- μα κατά βάθος ευχαριστημένος που τον νοιαζόταν τόσο- βρήκε στο πίσω κάθισμα το σκούφο της και της τον κατέβασε ως τα αυτιά.

-Αν αρρωστήσεις στο γαμήλιο ταξίδι θα γκρινιάζεις και εγώ θα φτιάχνω σούπες , της είπε παιχνιδιάρικα κάνοντας την να χαμογελάσει.

Βγήκαν από το αμάξι και χωρίς να χάσουν άλλο χρόνο προχώρησαν προσεκτικά προς το δάσος.

Η κοπέλα αναρίγησε και τυλίχθηκε πιο πολύ μέσα στο χοντρό παλτό της. Η υγρασία όλο και πύκνωνε ώσπου κόμποι ομίχλης άρχισαν να αχνοφαίνονται στο έδαφος. Οι κορμοί των δέντρων γυάλιζαν στο φεγγαρόφως ρίχνοντας περίεργες σκιές παντού γύρω τους και τα κλαδιά που τους πλαισίωναν έδειχναν σαν κοκαλλιάρικα μακριά χέρια έτοιμα να τους αρπάξουν..  Αποφεύγοντας να κοιτάζει γύρω της εστίασε το βλέμμα της στην πλάτη του Τζέικ μπροστά της.
Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ο άντρας της με τις αναλογίες ενός παίκτη ράγκμπι ήταν παραπάνω από ικανός να την προστατέψει από οτιδήποτε όταν η φωνή του Τζέικ διέκοψε τις σκέψεις της.

-Βλέπω ένα ξέφωτο, ίσως να υπάρχει κάποια αγροικία εδώ κοντά. Είσαι εντάξει εκεί πίσω;

- Ναι είμαι εντάξει, είπε ψέματα τρέμοντας και με την ανησυχία να κουλουριάζεται σαν υγρό φίδι στο στομάχι της.

Με το που μπήκαν στο ξέφωτο σταμάτησαν και οι δύο ξαφνιασμένοι. Το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω σε μεγάλες κολοκύθες, θημωνιές με σανό και στο κυκλικό κέντρο δέσποζε ένας τεράστιος ξύλινος σταυρός μ ένα υπερβολικά αληθοφανές σκιάχτρο. Ήταν ντυμένο με μαύρα ρούχα, μακρύ μαύρο παλτό τριμμένο από την υγρασία και τους ανέμους και δερμάτινες μπότες μηχανής αλλά το πιο ανατριχιαστικό επάνω του ήταν ότι το γερμένο κεφάλι του με τις άδειες κόγχες  ήταν σαν να τους παρατηρούσε με μια σχεδόν ανθρώπινη συνείδηση...

Τα χέρια της Κέιτι τώρα έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Ο Τζέικ πλησίασε με περιέργεια μα εκείνη άρπαξε απότομα τον αγκώνα του.

-Που πας; Τον ρώτησε ξεψυχισμένα με την φωνή της να βγαίνει σαν ψίθυρος... 

- Να δω από τι υλικό είναι φτιαγμένος. Είναι σαν πραγματικός άνθρωπος.

-Έχεις τρελαθεί; Τι μας νοιάζει !! πάμε να ζητήσουμε βοήθεια και να φύγουμε από δω.

Την κοίταξε που έτρεμε από αγωνία και η ματιά του στάθηκε για μια στιγμή στα χλωμά της χείλη. Την τράβηξε πάνω του σε μια σφιχτή αγκαλιά.

-Έχεις δίκιο συγνώμη … Έλα πάμε… της είπε σχεδόν απολογητικά.

Προχώρησαν μαζί με αποφασιστικές δρασκελιές και χτύπησαν την βαριά ξύλινη πόρτα. Περίμεναν υπομονετικά να ακουστεί κάποιος θόρυβος από μέσα αλλά αντί αυτού ένας απαίσιος τριγμός ακούστηκε από πίσω τους. Γύρισαν απότομα και οι δύο τα κεφάλια τους με τον αυχένα τους να διαμαρτύρεται και το θέαμα που αντίκρυσαν τους έκανε να κοκκαλώσουν.. .

-Τζέικ…. Που είναι το σκιάχτρο;

-Πάμε να φύγουμε! της απάντησε κοφτά σπρώχνοντας την μπροστά.
-Τρέξε Κέιτι! φύγε πήγαινε στο αμάξι και ότι κ αν ακούσεις ,μην σταματήσεις πήγαινε στο αμάξι!
Μην με κοιτάζεις τρέξε!.. της είπε ξανά σπρώχνοντας την πιο δυνατά αυτή την φορά αποφασισμένος να την προστατέψει με κάθε κόστος.

Και η κοπέλα έτρεξε με όλη της την δύναμη νιώθοντας και την παρουσία του Τζέικ πίσω της. Ακούγοντας μόνο την λαχανιασμένη της ανάσα και τους μικρούς λυγμούς που έβγαιναν απ το στόμα της κάνοντας ένα νοσηρό κρεσέντο μέσα στην σιγαλιά,  μέχρι που βγήκε από το δάσος κ έπεσε στα γόνατα με την καρδιά της να βροντοχτυπάει και το πρόσωπο της γεμάτο γρατζουνιές από τα κλαδιά. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι είχε σταματήσει να ακούει και τα βήματα του Τζέικ πίσω της.
 Έμεινε εκεί γονατιστή ως το πρωί με το βλέμμα καρφωμένο στο δάσος περιμένοντας τον και όταν ξημέρωσε ξαναβρήκε το θάρρος να πάρει πάλι το δρόμο προς την αγροικία. Με γρήγορα βήματα, με τον πανικό να θεριεύει στο στομάχι της , τρέχοντας σχεδόν έφτασε στο ξέφωτο και τότε ούρλιαξε.
Ούρλιαξε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια της. Ούρλιαξε μέχρι να γδαρθεί ο λαιμός της και η φωνή της να κλείσει σ έναν ατελείωτο θρήνο….

Τα σκιάχτρα ήταν δύο…..


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου