Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ

 


ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ



“Το λοιπόν γιατρέ. Άκου τι χρειάζεται να ξέρεις για μένα. Με λένε Μπεν Λάιβλι και δεν είμαι τρελός. Θα μου πεις το χεις ξανακούσει αυτό πολλές φορές έτσι δεν είναι;
Αφού τρελογιατρός – συγνώμη ψυχίατρος εννοούσα-  είσαι, όλοι όσοι κάθονται στην καρέκλα απέναντι σου , σου λένε πως δεν είναι τρελοί.
Ε λοιπόν εγώ όντως δεν είμαι. Γιατί είμαι εδώ; Γιατί η ιστορία μου είναι τρελή. Και δεν μπορώ να την πω πουθενά αλλού γιατί αν την πω σε φίλους θα με περάσουν για τρελό και αν την πω στην αστυνομία θα βρεθώ με ζουρλομανδύα πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Άκου λοιπόν και μην με διακόψεις.
Είμαι παντρεμένος εδώ και σαράντα χρόνια και μέχρι πρότινος ζούσα με την γυναίκα μου την Μάντι σε μια φάρμα έξω από την πόλη. Παιδιά δεν κάναμε ποτέ αλλά έχουμε ανίψια και πολλά ζωντανά στην φάρμα.
 Όλα ξεκίνησαν την ημέρα που η γριά αγελάδα μας η Μπέτσι ψόφησε. Για χρόνια δεν έδινε γάλα αλλά την αγαπούσαμε και την αφήσαμε να ζήσει όλα της τα γηρατειά μαζί μας στην φάρμα.
 Όταν λοιπόν έφτασε στο τέλος της, την άφησα εκεί που είχε πέσει και πήγα να φέρω φτυάρι να την θάψω. Ώσπου να γυρίσω είχαν περάσει πέντε λεπτά πάνω κάτω, στην ηλικία μου δεν περπατάω πλέον και όπως παλιά , αλλά μέχρι να γυρίσω με το φτυάρι ανά χείρας, από την Μπέτσι είχε μείνει μόνο ένας μικρός σωρός από κόκκαλα.  Μην με κοιτάς έτσι γιατρέ σου μιλάω σοβαρά.
 Στην αρχή νόμιζα με χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι γιατί το μυαλό μου δεν μπορούσε να συλλάβει αυτό που βλέπανε τα μάτια μου. Ένας μικρός σωρός κόκκαλα και αίμα παντού… Φυσικά το μυαλό μου βρήκε αμέσως την πιο αληθοφανή εξήγηση.
Κάποια άλλα ζώα τράφηκαν από το κουφάρι… Τι ζώα όμως γιατρέ θα έκαναν τέτοια ζημιά σε πέντε λεπτά; Ενστικτωδώς αποφάσισα να κάνω μια βόλτα γύρω από το σπίτι και εκεί μέσα από το φράχτη βρήκα έναν χωμάτινο λόφο που δεν είχα ξαναδεί. Πλησιάζοντας ελαφρώς διέκρινα κινητικότητα γύρω από το λόφο και διαπίστωσα πως ήταν μια γιγάντια μυρμηγκοφωλιά.  Την ίδια στιγμή ένιωσα ένα γαργαλητό στο πόδι μου και το τίναξα. Το μυρμήγκι που πέταξα πέρα δεν ήταν συνηθισμένο.
 Ήταν κοκκινωπό και μεγάλο όσο ο μισός μου αντίχειρας.  Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι και να αποφασίσω τι θα κάνω μ αυτό και το ίδιο βράδυ το συζήτησα με την γυναίκα μου. Αποφασίσαμε να κοιμηθούμε και να ασχοληθούμε μ αυτό το πρωί. Όταν όμως σηκωθήκαμε μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Δύο ακόμα αγελάδες κ τα άλογα μας ήταν άφαντα.
 Το μόνο που είχε μείνει απ αυτά ήταν σωροί με κόκκαλα.
Μην σημειώνεις γιατρέ δεν θα χρειαστεί.
Δεν θα ξανάρθω.
   Θέλω απλά να πω κάπου τι συνέβη. Που ήμουν λοιπόν;
 Α ναι… Αποφασίσαμε με την Μάντι πως πρέπει οι υπαίτιοι να είναι τα μυρμήγκια. Δεν είχαμε βλέπεις άλλη πιθανή εξήγηση. Οπότε εγώ άρχισα να πετάω τα κόκκαλα από τα ζώα ενώ η Μάντι οπλισμένη με μπόλικο εντομοκτόνο επιτέθηκε στην φωλιά. 
  Το ίδιο βράδυ είδαμε το πρώτο μυρμήγκι στο σπίτι.  Η Μάντι του κατάφερε μια καλή με το χέρι κ εκείνο ζαλισμένο κατέρρευσε αμέσως. Η Μάντι μου είπε πως μάλλον το πρωί πρέπει να βάλουμε φωτιά στην φωλιά κ εγώ συμφώνησα αμέσως και πήγα να βουρτσίσω τα δόντια μου πριν τον ύπνο. Ξαφνικά άκουσα ένα κρότο από την κουζίνα και την Μάντι να ουρλιάζει
. Παρατώντας την βρύση να τρέχει όρμησα μέσα και την είδα… Στο χέρι της πάνω σκαρφαλωμένα τόσα μυρμήγκια που το χέρι της δεν φαινόταν… Στάλες αίματος έπεφταν στο μόνιμα καθαρό πάτωμα μας και εντελώς τρελά σκέφτηκα πόσο θα εκνευριζόταν η Μάντι γι αυτό.
 Η Μάντι ξαναούρλιαξε καθώς τα χτυπούσε κ εγώ ξύπνησα επιτέλους και όρμησα προς το μέρος της αλλά την ίδια στιγμή είδα με φρίκη κ άλλα μυρμήγκια να μπαίνουν κάτω από την πόρτα… Και μέσα από το νιπτήρα… και από τις σχισμές στους τοίχους…
Σύντομα το πάτωμα μας φαινόταν να είναι καλυμμένο από ένα παχύ κοκκινωπό χαλί που κινούνταν και δάγκωνε.. Σύντομα την κάλυψαν ολόκληρη μπήκαν στο στόμα της, στα αυτιά και στην μύτη της και έσκιζαν και τραβούσαν σάρκα πεινασμένα.
Τα άκουγα γιατρέ… άκουγα ένα συνεχόμενο βόμβο από τις δαγκάνες κ ένα μικρό απαλό  ψίθυρο που δεν ξέρω ακόμα και σήμερα από πού προερχόταν. Έκανα εμετό και λιποθύμησα και όταν συνήλθα το μόνο που είχε απομείνει από την γυναίκα μου ήταν μαλλιά, μερικά κόκκαλα και σχισμένα ρούχα.
 Δεν με πείραξαν και δεν ξέρω γιατί… Χόρτασαν; Δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν κ άλλο φορτίο στην φωλιά; Η μου την χάρισαν γιατί δεν ήμουν εγώ αυτός με το εντομοκτόνο;  Δεν ξέρω.
 Αυτό που ξέρω είναι ότι μπήκα σ ένα φορτηγάκι και ήρθα σ ένα ξενοδοχείο εδώ στην πόλη. Είμαι εδώ τρεις μέρες και είμαι άυπνος γιατί μάρτυς μου ο θεός τα ακούω να τριγυρίζουν μέσα στους τοίχους και να ψιθυρίζουν και ξέρω πως μάλλον ήρθε η ώρα μου.
Δεν ξέρω αν πρόκειται για επιδημία η όχι αλλά μάλλον δεν θα ζω για να δω πως θα εξελιχθεί.  Αυτή ήταν η ιστορία μου γιατρέ. Ξέρω ξέρω ακούγομαι τρελός και δεν με πειράζει να νομίζεις πως είμαι. Τι θέλεις;
Να πάρω αυτά τα χάπια από την γραμματέα; Ναι φυσικά γιατί όχι… Αν με κοιμίσουν το βράδυ ακόμα καλύτερα. Δεν νομίζω να θέλω να είμαι ξύπνιος όταν συμβεί οτιδήποτε.
Αντίο γιατρέ. “

Ο γιατρός σημείωσε δυο γραμμές ακόμα στο μπλοκάκι του, αναστέναξε βαθιά και το έκλεισε. Ζήτησε ένα τσάι από την γραμματέα του. Ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο χέρι του και το τίναξε ενοχλημένος. Πάνω στο γραφείο σάλευε ένα κοκκινωπό μυρμήγκι…

ΤΕΛΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου